Anonymous

πολυπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπόρευτος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος [[πολυπάτητος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολύστιπτος]].
|lstext='''πολῠπόρευτος''': -ον, ὁ ὑπὸ πολλῶν διατρεχόμενος, πατούμενος [[πολυπάτητος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[πολύστιπτος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, [[πολυσύχναστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πορευτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πορεύω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρο</i>-<i>πόρευτος</i>].
}}
}}