Anonymous

πολυόστεος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυόστεος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὀστᾶ, [[Πολυδ]]. Β΄, 197· τὸ π. τοῦ σκέλους, δηλ. ὁ [[πούς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6.
|lstext='''πολυόστεος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ ὀστᾶ, [[Πολυδ]]. Β΄, 197· τὸ π. τοῦ σκέλους, δηλ. ὁ [[πούς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[πολλά]] οστά<br /><b>2.</b> (για καρπούς) αυτός που έχει πολλούς σπόρους<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυόστεον</i><br />η [[επάνω]] [[επιφάνεια]] του ποδιού από τα δάχτυλα ώς τη [[συναρμογή]] των αστραγάλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όστεος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀστοῦν]] / [[ὀστέον]] «[[κόκαλο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όστεος</i>].
}}
}}