Anonymous

πολύσπαστος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_15)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύσπαστος''': -ον, ([[σπάω]]) ὁ διὰ πολλῶν [[σχοινίων]] συρόμενος· ― πολύσπαστον, τό, [[σύνθετος]] [[τροχαλία]], Πλουτ. Μάρκελλ. 14, Γαλην., κλπ.
|lstext='''πολύσπαστος''': -ον, ([[σπάω]]) ὁ διὰ πολλῶν [[σχοινίων]] συρόμενος· ― πολύσπαστον, τό, [[σύνθετος]] [[τροχαλία]], Πλουτ. Μάρκελλ. 14, Γαλην., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύσπαστος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έλκεται ή σύρεται με [[πολλά]] [[σχοινιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[πολύσπαστο]]<br />(γενικά) [[σύμπλεγμα]] τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο [[βάρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> (ειδικά) <b>τεχνολ.</b> [[σύνολο]] πολλών τροχαλιών τοποθετημένων σε [[κοινή]] τροχαλιοθήκη ή σε δύο τροχαλιοθήκες, από τις οποίες η [[επάνω]] τροχαλιοθήκη, η πάγια, [[είναι]] στερεωμένη σε σταθερό [[σημείο]], ενώ η [[κάτω]], η κινητή, φέρει [[άγκιστρο]] από το οποίο συγκρατείται το [[φορτίο]] που πρόκειται να ανυψωθεί και το οποίο χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] μεγάλων βαρών [[επειδή]] υποπολλαπλασιάζει την απαιτούμενη για την [[ανύψωση]] [[δύναμη]], αλλ. [[παλάγκο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπαστός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>)].
}}
}}