Anonymous

πολυτίμητος: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> très honoré;<br /><b>2</b> très estimé, précieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμάω]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> très honoré;<br /><b>2</b> très estimé, précieux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τιμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτίμητος]], -ον, θηλ. και -ήτη, ΝΜΑ, δωρ. τ. πολυτίματος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός στον οποίο αποδίδονται μεγάλες ή ιδιαίτερες τιμές, που τον εκτιμούν ή τον σέβονται πολύ («[[πολυτίμητος]] [[Ἀφροδίτη]]», Παρμ.)<br /><b>2.</b> [[πανάκριβος]], [[βαρύτιμος]], [[πολύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυτίμητα</i> Ν<br />με πολυτίμητο τρόπο, με μεγάλες τιμές, με πολύ σεβασμό και [[εκτίμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιμητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τιμῶ</i>)].
}}
}}