Anonymous

πολύφυλλος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, [[πυκνόφυλλος]], ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.
|lstext='''πολύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰ φύλλα, [[πυκνόφυλλος]], ἐπὶ σμίλακος, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 1, 3, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφυλλος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] φύλλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πολύφυλλος]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>φυλλος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polyphylla</i>].
}}
}}