Anonymous

πολυχορδία: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de cordes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύχορδος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />grand nombre de cordes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύχορδος]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[πολύχορδος]]<br /><b>1.</b> (για [[λύρα]]) [[πληθώρα]] χορδών, [[μεγάλος]] [[αριθμός]] χορδών<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[λύρα]]) η [[χρήση]] πολλών χορδών<br /><b>3.</b> μουσικό [[κομμάτι]] που εκτελείται σε όργανο με πολλές χορδές.
}}
}}