Anonymous

πολύμυχος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_17)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύμῠχος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μυχούς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δῆλ. 65.
|lstext='''πολύμῠχος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς μυχούς, Σχόλ. εἰς Καλλ. Δῆλ. 65.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[σπήλαιο]]) αυτός που έχει πολλούς μυχούς, πολλές κρυφές γωνιές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μυχός]] «εσώτατο [[μέρος]], [[βάθος]]» (<b>πρβλ.</b> [[επτά]]-<i>μυχος</i>)].
}}
}}