Anonymous

ποριστός: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_11)
(33)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.
|lstext='''ποριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πορίσῃ ἢ νὰ πορισθῇ, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πορίζω]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να εξοικονομήσει.
}}
}}