Anonymous

πορεία: Difference between revisions

From LSJ
2,300 bytes added ,  29 September 2017
33
(T22)
(33)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πορείας, ἡ ([[πορεύω]]), from [[Aeschylus]] [[down]]; the Sept. for הֲלִיכָה; a [[journey]]: [[ποιέω]], I:3); Hebraistically ([[see]] [[ὁδός]], 2a.), a [[going]] i. e. [[purpose]], [[pursuit]], [[undertaking]]: James 1:11.
|txtha=πορείας, ἡ ([[πορεύω]]), from [[Aeschylus]] [[down]]; the Sept. for הֲלִיכָה; a [[journey]]: [[ποιέω]], I:3); Hebraistically ([[see]] [[ὁδός]], 2a.), a [[going]] i. e. [[purpose]], [[pursuit]], [[undertaking]]: James 1:11.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> [[βάδιση]], [[περπάτημα]] όδευση<br /><b>2.</b> ο [[δρόμος]] ως [[αποτέλεσμα]] της βάδισης του πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> η [[διάβαση]] θαλάσσιου πόρου, ο [[διάπλους]]<br /><b>4.</b> η [[διεύθυνση]] που λαμβάνει ένα [[αντικείμενο]] όταν ρίχνεται (εἰ μὲν γὰρ τὸ [[ἀκόντιον]] ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὐτοῡ πορείας... ἐξενεχθέν», Αντιφ.)<br /><b>5.</b> [[τροχιά]] ουράνιου σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[διεύθυνση]] που ακολουθεί το [[πλοίο]] για να μεταβεί σε ορισμένο [[σημείο]] ή η [[διεύθυνση]] που έχει η [[πρώρα]] του πλοίου [[κάθε]] [[στιγμή]], [[πλεύση]], [[ρότα]]<br /><b>2.</b> [[διαδήλωση]] πλήθους ανθρώπων<br /><b>3.</b> βαθμιαία [[μεταβολή]] κατάστασης ή θέσης («η [[πορεία]] της δίκης»)<br /><b>4.</b> [[γραμμή]] που χαράσσεται [[πάνω]] στον αεροπορικό ή στον [[ναυτικό]] [[χάρτη]], την οποία θα ακολουθήσει το [[αεροπλάνο]] ή το [[πλοίο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του ταξιδιού του<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[φύλλο]] πορείας» — [[έγγραφο]] με το οποίο παρέχεται [[άδεια]] ή δίνεται [[διαταγή]] σε στρατιωτικό να μεταβεί [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οδοιπορία]] στρατιωτικών δυνάμεων<br /><b>2.</b> [[παρέλευση]] χρόνου<br /><b>3.</b> [[επιθεώρηση]], [[εποπτεία]]<br /><b>4.</b> τα έξοδα διακίνησης<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «Περί ζώων πορείας» — [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλη<br />β) «ἐκ πορείας [[μάχομαι]]» — [[μάχομαι]] καθ' οδόν.
}}
}}