Anonymous

πολυχώρητος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠχώρητος''': -ον, ὁ πολλὰ χωρῶν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 46, κτλ.
|lstext='''πολῠχώρητος''': -ον, ὁ πολλὰ χωρῶν, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 13. 46, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο/[[πολυχώρητος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που χωρά πολλούς ή [[πολλά]] [[ευρύχωρος]], [[πολύχωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλαμβάνει μεγάλο χώρο, που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[έκταση]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[έκταση]], [[μεγάλη]] [[επιφάνεια]], μεγάλο [[εμβαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χωρητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χωρῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>χώρητος</i>].
}}
}}