Anonymous

πορφυρόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ
33
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6.
|lstext='''πορφῠρόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων πορφυροῦν καυλόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει καυλό, βλαστό με πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] «[[βλαστός]]»].
}}
}}