3,270,341
edits
(eksahir) |
(33) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[que ilumina a muchos]] | |esgtx=[[que ilumina a muchos]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ φως («[[πολύφωτος]] [[ἥλιος]]», Μηναί.)<br /><b>2.</b> αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο [[γεμάτος]] φως<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς [[λυχνίας]]» — πολυκάντηλα)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύφωτο</i>(<i>ν</i>)<br />διακοσμητικό [[συγκρότημα]] πολλών λυχνιών στο [[παρελθόν]] ή ηλεκτρικών λαμπτήρων [[σήμερα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για την [[ιερωσύνη]], τους αποστόλους και την Εκκλησία) [[μεγαλοπρεπής]], [[ένδοξος]]<br /><b>2.</b> καλά φωτισμένος<br /><b>3.</b> (για οφθαλμό) αυτός που δίνει καλή όραση<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φῶς</i>, <i>φωτός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ετερό</i>-<i>φωτος</i>]. | |||
}} | }} |