3,273,762
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />envoyé, député, ambassadeur.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />envoyé, député, ambassadeur.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ, και κρητ. τ. [[πρεγγευτάς]] και πρεγγευτής και [[πρειγευτάς]] και πρειγευτής και πρεισγευτάς και [[πρεσγευτάς]], θηλ. [[πρεσβεύτειρα]], Α<br />[[πρόσωπο]] που αναλαμβάνει το [[καθήκον]] να εκπροσωπήσει ένα [[κράτος]] σε [[άλλο]] [[κράτος]], να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο [[πρέσβης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πράκτορας]] ή [[επίτροπος]]<br /><b>2.</b> [[μεσίτης]]<br /><b>3.</b> [[στρατιωτικός]] [[αξιωματούχος]], ύπαρχος, [[αντιστράτηγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρεσβεύω]] (για τους διαλεκτικούς τ. <b>βλ.</b> [[πρέσβυς]])]. | |||
}} | }} |