Anonymous

πρᾶσις: Difference between revisions

From LSJ
1,345 bytes added ,  29 September 2017
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />vente.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />vente.<br />'''Étymologie:''' [[πιπράσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-εως, και ιων. τ. [[πρῆσις]], -ιος, ΝΑ<br /><b>φρ.</b> «πρᾱσις ἐπὶ λύσει»<br />(αττ. δίκ.) [[τύπος]] εμπράγματης ασφάλειας παρεχόμενης [[κατά]] τη [[σύναψη]] δανείου από τον οφειλέτη [[προς]] τον πιστωτή, [[κατά]] τον οποίο ο [[δανειστής]] γινόταν [[αμέσως]] [[κύριος]] ενός περιουσιακού στοιχείου [[συνήθως]] ακινήτου, που του προσφερόταν ως [[εγγύηση]] από τον δανειζόμενο υπό [[μορφή]] πώλησης [[ωσότου]] εξοφληθεί το [[χρέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πώληση]] («ὠνί τε καὶ πρήσι χρέονται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε νομικά έγγραφα) [[συμβόλαιο]] [[προς]] [[μίσθωση]] φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>περᾱ</i> του [[πέρνημι]] (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]], <b>πρβλ.</b> <i>πι</i>-<i>πρᾱ</i>-<i>σκω</i>)].
}}
}}