Anonymous

πρανής: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. et att. c.</i> [[πρηνής]].
|btext=<i>dor. et att. c.</i> [[πρηνής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] ή [[προς]] τα [[κάτω]] κεκλιμένος, [[κατηφορικός]], [[κατωφερής]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ.) <i>το πρανές</i> και <i>τα πρανή</i><br />(γεωγρ·) η [[κλιτύς]], η [[πλαγιά]] λόφου ή όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>στρ.</b> η ομαλή [[πέρα]] από την τάφρο [[κατωφέρεια]] που συνδέει την [[κορυφή]] του αντικρημνού της τάφρου με το εμπρόσθιο [[φυσικό]] [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι [[πρόποδες]] υψώματος ή υπώρειες που έχουν ομαλή [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[πρηνής]].
}}
}}