Anonymous

προακμάζω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_3)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προακμάζω''': [[ὡριμάζω]] προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221.
|lstext='''προακμάζω''': [[ὡριμάζω]] προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ωριμάζω]] πρωτύτερα<br /><b>2.</b> [[φτάνω]] πρώιμα στην [[ακμή]] της ηλικίας μου<br /><b>3.</b> βρίσκομαι στην [[ηλικία]] [[πριν]] από την [[ακμή]] μου.
}}
}}