Anonymous

προαγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=annoncer d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγγέλλω]].
|btext=annoncer d’avance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἀγγέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[αναγγέλλω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων, [[προαναγγέλλω]], [[προειδοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] προαγγέλλει νέα φορολογικά [[μέτρα]]» β. «προηγγέλθη δὲ αὐτοῑς καὶ ή [[ἐπιβολή]] τῶν σιδηρῶν χειρῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηνύω]] («τα σύννεφα προαγγέλλουν [[καταιγίδα]]»).
}}
}}