3,241,406
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui combat avant, devant.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ [[προαγωνίζομαι]]<br />αυτός που αγωνίζεται για [[κάτι]] ή αυτός που αγωνίζεται [[πριν]] από κάποιον, [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», <b>Στράβ.</b><br />β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει [[μέρος]] σε έναν αγώνα. | |||
}} | }} |