Anonymous

πρίστις: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />sorte de requin, dont les mâchoires tranchent comme une scie, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πρίω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />sorte de requin, dont les mâchoires tranchent comme une scie, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πρίω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πρῆστις]], -ήστεως, Α<br /><b>1.</b> το [[ψάρι]] [[πρίστης]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] πολεμικού πλοίου που ονομάστηκε [[έτσι]] πιθ. [[επειδή]] το [[σχήμα]] του έμοιαζε με [[πριόνι]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποτηριού που έμοιαζε με [[πριόνι]]<br /><b>4.</b> χειρουργικό [[πριόνι]]<br /><b>5.</b> [[εργαλείο]] λιθοξόου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]» (για το -<i>σ</i>- βλ, λ. [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τις</i>. Η λ. θεωρείται θηλ. του [[πρίστης]] (<b>πρβλ.</b> [[κνῆστις]], -<i>εως</i>, θηλ. ενός <i>κνήστης</i>). Η γρφ. [[πρῆστις]] δεν θεωρείται ορθή].
}}
}}