Anonymous

προαγωγεύω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[προαγωγός]]<br />[[εκτελώ]] το [[έργο]] προαγωγού, [[παρακινώ]], [[εξωθώ]] σε [[πορνεία]], [[είμαι]] [[προαγωγός]], [[μαστροπός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενεργώ]] ως [[προξενητής]], [[προξενεύω]] («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}