Anonymous

πριονώδης: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br /><i>c.</i> [[πριονοειδής]].<br />'''Étymologie:''' [[πρίων]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πρίων]], -<i>ονος</i>)<br />[[πριονοειδής]], [[πριονωτός]] («[[τόδε]] κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πριονωδῶς</i> Α<br />με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά.
}}
}}