Anonymous

προανακόπτω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προανακόπτω''': [[ἀποκόπτω]], ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.
|lstext='''προανακόπτω''': [[ἀποκόπτω]], ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀνακόπτω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] εκ τών προτέρων («τὰς ἐμποδίους ὕλας προανακόπτειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
}}
}}