3,274,913
edits
(Autenrieth) |
(34) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[born]] [[before]], [[older]], comp. of [[προγενής]]. | |auten=[[born]] [[before]], [[older]], comp. of [[προγενής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[προγενέστερος]], -[[τέρα]], -ον, ΝΑ [[προγενής]]<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι προγενέστεροι</i><br />οι άνθρωποι που υπήρξαν [[πριν]] από εμάς, αυτοί που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, οι πρόγονοι<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[μεταγενέστερος]] και [[σύγχρονος]]) αυτός που υπήρξε ή συνέβη [[πριν]] από κάποιον («όλα αυτά ίσχυαν σε προγενέστερες εποχές»)<br /><b>2.</b> αυτός που προηγήθηκε, ο προηγούμενος («το ανέφερα σε προγενέστερη [[επιστολή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε πρωτύτερα, ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], [[πρεσβύτερος]] («[[τίνα]] χρειὼ τόσον ἵκει ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (το υπερθ.) <i>προγενέστατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />αυτός που γεννήθηκε [[πρώτος]] από όλους, πρεσβύτατος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[προγενεστέρως]] ΝΑ και <i>προγενέστερα</i> Ν<br />[[πριν]] από κάποιον [[άλλο]], προηγούμένως, πρωτύτερα. | |||
}} | }} |