Anonymous

πρόδομος: Difference between revisions

From LSJ
34
(SL_2)
(34)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πρόδομος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ]
|sltr=[[πρόδομος]], <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> forecourt τεὸν πρόδομον (coni. Schr.: τεόν τε δόμον codd.: τε del. Wil.: γε δόμον Mosch) (P. 7.11) ]
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πρόδομον, τὸ, και ως επίθ. [[πρόδομος]], -ον, Α<br />ο [[πρώτος]] [[χώρος]] της οικίας στον οποίο εισέρχεται [[κανείς]], [[προθάλαμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] που βρίσκεται [[εμπρός]] από κάποια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως ο [[πρόδομος]] του επιπλοϊκού θυλάκου στην άνω [[κοιλία]], ο [[πρόδομος]] του κόλπου, ο [[πρόδομος]] του λάρυγγα κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από την [[οικία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[κοιτώνας]] τών φιλοξενουμένων («ἐν προδόμῳ δόμου [[αὐτόθι]] κοιμήσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) ο [[πρόναος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] «[[δωμάτιο]], [[σπίτι]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οπισθό</i>-<i>δομος</i>)].
}}
}}