Anonymous

προεκλείπω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.
|lstext='''προεκλείπω''': [[ἐγκαταλείπω]] πρότερον, μετ’ αἰτ., μὴ προεκλιπὼν Δημόκριτον Ἱππ. Ἐπιστ. 1274. 3. ― Παθητ., Ἐμμαοῦς προεκλειφθεῖσα ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 12. 9.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εγκαταλείπω]] [[προηγουμένως]] κάποιον, [[αρνούμαι]] να τον βοηθήσω<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>προεκλείπομαι</i><br />(για [[πόλη]]) εγκαταλείπομαι, εκκενώνομαι από τους κατοίκους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλείπω]] «[[εγκαταλείπω]]»].
}}
}}