Anonymous

προεισάγω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> introduire auparavant, exposer d’abord;<br /><b>2</b> introduire de préférence : [[τί]] τινος une chose avant une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προεισάγομαι introduire pour son usage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσάγω]].
|btext=<b>1</b> introduire auparavant, exposer d’abord;<br /><b>2</b> introduire de préférence : [[τί]] τινος une chose avant une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> προεισάγομαι introduire pour son usage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[εἰσάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[εἰσάγω]]<br />[[εισάγω]] εκ τών προτέρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] κάποιον [[κάπου]] [[προηγουμένως]] («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[σύγγραμμα]]) [[παρουσιάζω]] ή [[περιγράφω]] αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ πρεσβυτέρου προεισαγάγωμεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι [[πρώτος]] στη [[σκηνή]] θεάτρου («οὐθενὶ γὰρ [[πώποτε]] παρῆκεν ἑαυτοῡ προεισάγειν, οὐδὲ τῶν εὐτελῶν ὑποκριτῶν, ὡς οἰκειουμένων τῶν θεατῶν ταῑς πρώταις ἀκοαῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διδάσκω]] ένα [[δράμα]] για πρώτη [[φορά]] («ἡ [[Ἀνδρομέδα]] ὀγδόῳ ἔτει προεισῆκται», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>προεισάγομαι</i><br />[[εισάγω]] εκ τών προτέρων από τους αγρούς στην [[πόλη]] για προσωπική μου [[χρήση]] («προεσάξαντο [[σιτία]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ προεισηγμένα</i><br />[[μέτρα]] που εισήχθησαν [[προηγουμένως]] («οἷς μὴ ἀρέσκοιτο τὰ προεισηγμένα», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «ἡ προεισηγμένη [[σφραγίς]]» — η προαναφερθείσα [[σφραγίδα]].
}}
}}