Anonymous

προέκκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προέκκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι [[πέραν]]..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
|lstext='''προέκκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] ἀνωτέρω, μνημονεύομαι ἀνωτέρω, Ἀθήν. 105C, Λογγῖν. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 190. 2) προεκτείνομαι [[πέραν]]..., στέρνα τὸ μέτριον προεκκείμενα Φιλόστρ. 887.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>2.</b> (ως παθ. του [[προεκτίθημι]]) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.)<br />β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι [[προηγουμένως]] («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.)<br />γ) μνημονεύομαι [[παραπάνω]], προαναφέρομαι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τὰ προεκκείμενα πτωτικά» — πτωτικά τών οποίων η ύπαρξη προϋποτίθεται από επιρρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔκκειμαι]] «[[προεξέχω]], προσδιορίζομαι, διατυπώνομαι»].
}}
}}