Anonymous

πρόδρομος: Difference between revisions

From LSJ
34
(T22)
(34)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=προδρομου, ὁ, ἡ ([[προτρέχω]], προδραμεῖν), a [[forerunner]] ([[especially]] [[one]] [[who]] is sent [[before]] to [[take]] observations or [[act]] as [[spy]], a [[scout]], a [[light-armed]] [[soldier]]; [[Aeschylus]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], others; cf. [[one]] [[who]] comes in [[advance]] to a [[place]] [[whither]] the [[rest]] are to [[follow]]: Hebrews 6:20.
|txtha=προδρομου, ὁ, ἡ ([[προτρέχω]], προδραμεῖν), a [[forerunner]] ([[especially]] [[one]] [[who]] is sent [[before]] to [[take]] observations or [[act]] as [[spy]], a [[scout]], a [[light-armed]] [[soldier]]; [[Aeschylus]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Polybius]], Diodorus, [[Plutarch]], others; cf. [[one]] [[who]] comes in [[advance]] to a [[place]] [[whither]] the [[rest]] are to [[follow]]: Hebrews 6:20.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόδρομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται, αυτός που προαναγγέλλει την [[εμφάνιση]] κάποιου ή [[κάτι]] άλλου (α. «πρόδρομο [[στάδιο]] νόσου» β. «οὗτοι γὰρ τυγχάνουσιν οἱ εἰσιόντες πρόδρομοι... τοῡ δοκοῡντος καλλίστου [[εἶναι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρόδρομος]]<br />(για [[πρόσωπο]]) αυτός που με το [[έργο]] του προετοιμάζει τη [[δράση]] ενός άλλου προσώπου ή που δημιουργεί μια νέα [[κατάσταση]] («[[ὅπου]] [[πρόδρομος]] [[ὑπὲρ]] ἡμῶν εἰσήλθεν Ἰησοῡς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρόδρομος</i><br />[[προσωνυμία]] του Ιωάννη του Βαπτιστή [[επειδή]] προηγήθηκε και προετοίμασε την [[εμφάνιση]] και το [[έργο]] του Χριστού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-βιοχ.) α) [[κύτταρο]] από το οποίο αναπτύσσονται άλλα κύτταρα<br />β) [[πρωτεΐνη]] από την οποία παράγεται μια [[ορμόνη]], ένα ένζυμο ή [[άλλη]] [[ουσία]]<br />γ) χημική [[ένωση]] που προηγείται και υπεισέρχεται στον σχηματισμό άλλης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρόδρομα φαινόμενα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ή [[σημεία]] που προηγούνται από τα τυπικά συμπτώματα μιας νόσου, ως προάγγελοι της εμφάνισής της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που τρέχει δρομαίως («[[βάντα]] Παυσανία φυγάδα πρόδρομον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[μπροστά]] από κάποιον [[άλλο]] («ἤλαυνον ἐς τὸ [[ἄστυ]], προδρόμους [[κήρυκας]] προπέμποντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για οίνο) [[ελαφρύς]], όπως ο [[μούστος]] («Μυτιληναίοι τὸν παρ' αὐτοῑς γλυκὺν [[οἶνον]] πρόδρομον καλοῡσιν ἄλλοι δὲ πρότροπον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πρώιμος]]<br /><b>5.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρόδρομος]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ πρόδρομοι</i><br />α) (στην Αθήνα) έφιπποι ανιχνευτές («δοκιμάζει δὲ καὶ τοὺς προδρόμους [ἡ [[βουλή]]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) (στον μακεδονικό στρατό) ειδικό [[σώμα]] έφιππης εμπροσθοφυλακής («καὶ τῶν προδρόμων καλουμένων ἴλας τέσσαρας», Αρρ.)<br />γ) [[είδος]] σύκων που ωριμάζουν πρώιμα<br />δ) βόρειοι άνεμοι που προηγούνται τών ετησιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]] (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>δρομος</i>, [[περί]]-<i>δρομος</i>)].
}}
}}