Anonymous

προηγητής: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προηγήτρια]], Α [[προηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται ως [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύει το [[ζεύγος]] σε νυφική [[πομπή]].
}}
}}