Anonymous

προκατακόπτω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκατακόπτω''': [[κατακόπτω]] πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.
|lstext='''προκατακόπτω''': [[κατακόπτω]] πρότερον, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 5.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατακόβω]], [[κατακομματιάζω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φονεύω]], [[σκοτώνω]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κατακόπτω]] «[[κατακομματιάζω]], [[πετσοκόβω]], [[σφάζω]]»].
}}
}}