Anonymous

προκαταθήγω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_20)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
|lstext='''προκαταθήγω''': προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ακονίζω]] [[κάτι]] από [[μπροστά]] ή εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καταθήγω]] «[[τροχίζω]], [[ακονίζω]]»].
}}
}}