3,277,381
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> προκαταλήψομαι, <i>ao.2</i> προκατέλαβον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> prendre d’avance :<br /><b>1</b> occuper d’avance <i>avec idée de violence</i>, acc. ; <i>fig.</i> s’emparer d’avance de l’esprit de qqn, circonvenir d’avance, acc.;<br /><b>2</b> arrêter <i>ou</i> empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] [[μή]] THC prendre d’avance des mesures pour empêcher que ; <i>avec un rég. de pers.</i> surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc.;<br /><b>II.</b> traiter pour la première fois (une question, un sujet, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαταλαμβάνομαι s’emparer d’avance de, acc. ; surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταλαμβάνω]]. | |btext=<i>f.</i> προκαταλήψομαι, <i>ao.2</i> προκατέλαβον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> prendre d’avance :<br /><b>1</b> occuper d’avance <i>avec idée de violence</i>, acc. ; <i>fig.</i> s’emparer d’avance de l’esprit de qqn, circonvenir d’avance, acc.;<br /><b>2</b> arrêter <i>ou</i> empêcher en devançant, devancer, prévenir, surprendre, acc. : προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] [[μή]] THC prendre d’avance des mesures pour empêcher que ; <i>avec un rég. de pers.</i> surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc.;<br /><b>II.</b> traiter pour la première fois (une question, un sujet, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> προκαταλαμβάνομαι s’emparer d’avance de, acc. ; surprendre <i>ou</i> prévenir qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />([[κυρίως]] για στρατιωτική [[δύναμη]]) [[καταλαμβάνω]] εκ τών προτέρων ή [[πριν]] από άλλους (α. «ο [[λόχος]] μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου [[μήπως]] φανεροῡ καθεστῶτος προκαταλαβεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[πείθω]] κάποιον να σχηματίσει μια [[γνώμη]] για ένα [[θέμα]] εκ τών προτέρων, [[πριν]] να το μελετήσει, [[προδιαθέτω]], [[προϊδεάζω]] («μην προκαταλαμβάνεσαι από τις διαδόσεις»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[προκατειλημμένος]]<br />αυτός που [[είναι]] εκ τών προτέρων διατεθειμένος για κάποιον ή [[κάτι]], και [[συνήθως]] δυσμενώς, ο επηρεασμένος εκ τών προτέρων, [[μεροληπτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκατέχω]]<br /><b>2.</b> [[επέρχομαι]] αιφνιδίως («τοῡ χειμῶνος προκαταλαβόντος [αὐτόν]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]] εκ τών προτέρων<br /><b>4.</b> [[κερδίζω]] για τον εαυτό μου εκ τών προτέρων, [[προσελκύω]]<br /><b>5.</b> [[εξασφαλίζω]]<br /><b>6.</b> [[δένω]] ασφαλώς και [[στερεά]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) [[προλαβαίνω]] και [[ματαιώνω]] («προκαταλαμβάνειν [[ὅπως]] μηδ' ἐς ἐπίνοιαν τούτου ἴωσι» <b>Θουκ.</b>)<br />β) (για προσ.) [[επέρχομαι]] αιφνιδίως, [[προλαβαίνω]] («δείσαντες προκαταλαβεῑν ἐβούλοντο»)<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> <i>προκαταλαμβάνομαι</i><br />α) [[προλαβαίνω]] [[κάτι]] με τον λόγο, [[διαπραγματεύομαι]] εκ τών προτέρων («χαλεπόν ἐστιν ὕστατον ἐπελθόντα λέγειν περὶ πραγμάτων [[πάλαι]] προκατειλημμένων», Ισοκρ.)<br />β) [[γίνομαι]] [[κατανοητός]] [[πριν]] από κάποιον ή από [[κάτι]] [[άλλο]] («προκαταλαμβάνεται τὸ σημεῑον τοῡ σημειωτοῡ», Σέξτ. Εμπ.)<br />γ) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ τών προτέρων («προκαταλαμβάνομαι ὑπὸ τῆς εἱμαρμένης», Διογεν.). | |||
}} | }} |