Anonymous

προλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προλάμπω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[ἡμέρα]] πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.
|lstext='''προλάμπω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, [[ἡμέρα]] πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ακτινοβολώ]], [[απαστράπτω]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να λάμψει, [[προκαλώ]] [[ακτινοβολία]]<br /><b>3.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον ή [[κάτι]] στη [[λαμπρότητα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φωτίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.).
}}
}}