Anonymous

προκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> baisser la tête en avant (pour regarder) ; <i>en gén.</i> se pencher en avant de, gén.;<br /><b>2</b> être suspendu sur ; être prêt à sortir.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κύπτω]].
|btext=<b>1</b> baisser la tête en avant (pour regarder) ; <i>en gén.</i> se pencher en avant de, gén.;<br /><b>2</b> être suspendu sur ; être prêt à sortir.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω, [[προβάλλω]] το [[κεφάλι]] μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.<br />β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προέρχομαι]], [[απορρέω]], [[ανακύπτω]] («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε [[ζημιά]]»)<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>προκύπτει</i><br />συνάγεται ως [[συμπέρασμα]], ως [[αποτέλεσμα]], απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)<br /><b>μσν.</b><br />[[βγαίνω]] στο [[παράθυρο]] («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκύβω]], [[γέρνω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[ξεπροβάλλω]], [[ξεμυτίζω]], [[προεξέχω]] (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ [[βρέφος]]», Προφ.<br />β. «κἄρτι [[προκύπτω]] ἔξω τοῡ τείχους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξέρχομαι]], εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> [[πάσχω]] από [[πρόπτωση]] οργάνου<br /><b>5.</b> [[σκύβω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[υποκύπτω]] σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για [[νερό]]) [[ξεπηδώ]], [[αναβλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπτω]] «[[σκύβω]]»].
}}
}}