3,277,002
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> prévenance, égards, soins empressés;<br /><b>2</b> prudence, prévoyance.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> prévenance, égards, soins empressés;<br /><b>2</b> prudence, prévoyance.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[προμάθεια]], και ιων. τ. [[προμηθίη]] και σε τραγωδ. [[προμηθία]], Α [[προμηθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προμηθεύω]], ο [[εφοδιασμός]] («οι απαραίτητες προμήθειες για την [[εκδρομή]] έγιναν»)<br /><b>2.</b> αυτό που προμηθεύεται [[κανείς]], το αποθηκευμένο υλικό<br /><b>3.</b> η [[αμοιβή]] που καταβάλλεται σε νομικά ή σε [[φυσικά]] πρόσωπα, όπως μεσίτες, εμπορικούς αντιπροσώπους, τράπεζες για εμπορικής φύσεως διαμεσολάβησή τους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κρατικές προμήθειες» — οι αγορές υλικών που πραγματοποιεί το [[δημόσιο]] για την [[κάλυψη]] τών αναγκών τών υπηρεσιών του σε αναλώσιμα προϊόντα, οι οποίες γίνονται με το [[σύστημα]] τών μειοδοτικών διαγωνισμών που προκηρύσσει η ειδική Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών του υπουργείου Εμπορίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόβλεψη]], [[πρόνοια]] («ἀγαθόν τι πρόνοον [[εἶναι]], σοφὸν δὲ ἡ [[προμηθίη]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐν [[πολλῇ]] προμηθείᾳ, ἔχω τινά» — έχω κάποιον σε [[μεγάλη]] [[υπόληψη]], [[εκτιμώ]] κάποιον πολύ. | |||
}} | }} |