Anonymous

προπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
|btext=enseigner auparavant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παιδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[εκπαιδεύω]] προκαταρκτικά, [[προετοιμάζω]] κάποιον για ανώτερες γνώσεις ή σπουδές<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[δίνω]] προκαταρκτικές οδηγίες.
}}
}}