3,276,984
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό. | |||
}} | }} |