Anonymous

προπορεία: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_10)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπορεία''': ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.
|lstext='''προπορεία''': ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[προπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> το να προχωρεί [[κανείς]] [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[εμπροσθοφυλακή]] στρατεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να προηγείται [[κάτι]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]], το να συντελείται [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική [[κίνηση]] ή [[προσπάθεια]], πρωτοπορία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προπορεία]] ημιτονοειδούς μεγέθους»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η θετική [[διαφορά]] φάσης [[μεταξύ]] δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως [[είναι]] η [[τάση]] και η [[ένταση]] του εναλλασσόμενου ρεύματος<br />β) «[[προπορεία]] του ατμοσύρτη»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.
}}
}}