3,277,206
edits
(6_23) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι, [[προάγω]], [[ἐνισχύω]], Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13. | |lstext='''προσαυξάνω''': καὶ -αύξω, μέλλ. -αυξήσω· ― [[αὐξάνω]] τι, [[προάγω]], [[ἐνισχύω]], Ἱππ. 343. 34, Θεόφρ., κλπ· προσαυξάνειν τινὰ τοῖς φιλανθρώποις, τιμᾶν τινα δι’ ἐνδείξεων εὐνοίας, Πολύβ. 32. 5, 6· προσαυξήσας τὴν ἐκείνων ὑπόθεσιν, ἐνισχύσας, ὁ αὐτ. 28. 17, 6. ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 9, 1, κτλ.· προστίθεμαι, τινι Φιλητ. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσαύξω]] Α [[αὐξάνω]]/[[αὔξω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ακόμα]] μεγαλύτερο ή περισσότερο, [[αυξάνω]], [[ενισχύω]]<br /><b>2.</b> αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσθέτω]] σε [[κάτι]]. | |||
}} | }} |