Anonymous

προσβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
|btext=faire violence à, violenter, acc. ; <i>Pass. (part. ao.</i> προσβιασθείς) être contraint par la violence.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], βιάζομαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[αναγκάζω]], [[βιάζω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[μεταχειρίζομαι]] βία («[[ὅταν]] τις προσβιάζηται [[πλεονάκις]] χρώμενος τῷ ἀφροδισιάζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> πιέζομαι ισχυρά («καί τι αὐτῶν [[μέρος]] οὐκ ὀλίγον προσβιασθέν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευκολύνω]] τοκετό μεταχειριζόμενος [[δύναμη]]<br /><b>5.</b> [[ισχυρίζομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προσβιάζομαι]] ταῡτα» — [[υπερβαίνω]] τα όρια, το [[παρακάνω]]<br />β) «[[προσβιάζομαι]] τόπῳ» — [[κυριεύω]] μια [[θέση]] διά της βίας ή με έφοδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βιάζομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>βία</i>)].
}}
}}