Anonymous

προπετής: Difference between revisions

From LSJ
34
(T22)
(34)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=προπετές ([[πρό]] and πέτω i. e. [[πίπτω]]);<br /><b class="num">1.</b> falling [[forward]], [[headlong]], [[sloping]], [[precipitous]]: [[Pindar]] Nem. 6,107; [[Xenophon]], r. eq. 1,8; others.<br /><b class="num">2.</b> [[precipitate]], [[rash]], [[reckless]]: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 1,1 [ET]; and [[often]] in Greek writings).
|txtha=προπετές ([[πρό]] and πέτω i. e. [[πίπτω]]);<br /><b class="num">1.</b> falling [[forward]], [[headlong]], [[sloping]], [[precipitous]]: [[Pindar]] Nem. 6,107; [[Xenophon]], r. eq. 1,8; others.<br /><b class="num">2.</b> [[precipitate]], [[rash]], [[reckless]]: Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 1,1 [ET]; and [[often]] in Greek writings).
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. -έτισσα και παλ. τ. -ις, Ν<br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, [[αυθάδης]], [[θρασύς]], [[ιταμός]] (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[κλίση]], που γέρνει [[προς]] τα [[εμπρός]] («προπετὴς ἐπὶ [[πόδας]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] κεκλιμένος σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] από [[κάτι]] («κεφαλὴ τοῡ βραχίονος προπετὴς ἐς [[τοὔμπροσθεν]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για τον ένα ώμο) αυτός που παρουσιάζει [[κλίση]] σε [[σχέση]] με τον [[άλλο]]<br /><b>4.</b> [[κυρτός]] («μὴ ἀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ προπετέστερος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που έχει πέσει [[κάτω]]<br /><b>6.</b> αυτός που πλησιάζει τον θάνατο («ζῇ γὰρ [[προπετής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τα μάτια, για τις γνάθους και για τα φρύδια) αυτός που προεξέχει<br /><b>8.</b> ο [[επιρρεπής]] σε [[κάτι]] («μήτ' οὖν αὐτὸν προπετῆ πρὸς τὰς ἡδονὰς γιγνόμενον [[ὅλως]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[απερίσκεπτος]]<br /><b>10.</b> (για κλήρο) αυτός που εμφανίζεται απροσδόκητα<br /><b>11.</b> [[ανόητος]], [[μωρός]]<br /><b>12.</b> [[πρόωρος]]<br /><b>13.</b> αυτός που υπόκειται σε κινδύνους<br /><b>14.</b> <b>ιατρ.</b> ο υποκείμενος σε [[διάρροια]]<br /><b>15.</b> αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] ελέγχου<br /><b>16.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που, παρουσιάζοντας [[κλίση]], αγγίζει [[κάτι]] («πολιὰς ἐπὶ χαίτας [[προπετής]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>17.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προπετές</i><br />η [[προπέτεια]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> «ἁρμονίαι προπετεῑς» — ρέοντες ρυθμοί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προπετώς</i> / <i>προπετῶς</i> ΝΜΑ<br /><b>μτφ.</b> με [[προπέτεια]], με άκαιρη και αλόγιστη [[σπουδή]] και [[θρασύτητα]] [[κατά]] την [[ομιλία]] («προπετῶς φέρεσθαι εἰς τὴν [[τυραννίδα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πρόωρα, άκαιρα<br /><b>2.</b> χωρὶς έλεγχο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προπετῶς ἔχω» και «προπετῶς χρῶμαι» και «προπετῶς [[πράττω]]» — [[ενεργώ]] με [[προπέτεια]], με [[αυθάδεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πετ</i>- του [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-<i>πετής</i>].
}}
}}