Anonymous

πρόσθημα: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on applique;<br /><b>2</b> ce qu’on approche;<br /><b>3</b> ce qu’on ajoute, appendice.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ, και [[πρόσθεμα]] Α [[προστίθημι]]<br />ό,τι προστίθεται σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[προσθήκη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[φύλλο]] που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό [[φύλλο]] δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> το [[πρόσφυμα]]<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> το ανώτερο [[τμήμα]] της φυλλοειδούς ρινικής απόφυσης μερικών θηλαστικών της οικογένειας [[χειρόπτερα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αγροτεμάχιο που προστίθεται με [[αγορά]], [[διαθήκη]], ή άλλον τρόπο σε [[άλλη]] [[έκταση]]<br /><b>3.</b> το [[πέος]]<br /><b>4.</b> [[υπόθετο]] στη [[μήτρα]] ή στον πρωκτό για θεραπευτικούς σκοπούς<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ πυγιαῑα».
}}
}}