Anonymous

προσεξελίσσω: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]].
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτυλίσσω]], [[αναπτύσσω]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με στρατιώτες) [[διατάζω]] ελιγμό [[προς]] τα [[δεξιά]] ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν [[σύστημα]] λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξελίσσω]] «[[ξετυλίγω]], (για στρατό) [[εκτελώ]] στρατιωτικές ασκήσεις»].
}}
}}