Anonymous

προσεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
34
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] [[προσέτι]], ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.
|lstext='''προσεκπίπτω''': [[ἐκπίπτω]] [[προσέτι]], ἐπὶ τενόντων (ὡς καὶ σαρκῶν) μαραινομένων καὶ νεκρουμένων, Ἱππ. Ἀγμ. 768.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἐκπίπτω]]<br /><b>1.</b> (για τα [[νεύρα]] και τις σάρκες) μαραίνομαι, νεκρώνομαι («τῶν νεύρων προσεκπεσουμένων», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιέρχομαι]] σε μια [[κατάσταση]], [[καταντώ]] («μυθῶδες τὸ [[πλάσμα]] καὶ εἰς πᾶν προσεκπῑπτον τὸ ἀδύνατον», Λογγίν.).
}}
}}