Anonymous

προσκλητικός: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.).
}}
}}