Anonymous

προσκολλητός: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_11)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
|lstext='''προσκολλητός''': -ή, -όν, προσκεκολλημμένος εἴς τι, «[[κολλητός]]», Σχόλ. εἰς Σοφ. Τρ. 771.
}}
{{grml
|mltxt=και προσκολλατός, -όν, Α [[προσκολλῶ]]<br /><b>1.</b> προσκολλημένος<br /><b>2.</b> (για μικρό [[κτήριο]]) προσαρτημένος στο κύριο [[οικοδόμημα]] («τὸ [[ἐποίκιον]] τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).
}}
}}