Anonymous

προσκρίνω: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_3)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκρίνω''': [ῑ], ἐπιδικάζω, τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι Διογ. Λ. 1. 74, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν τῷ προοιμ. 4. ― Παθ., ἑνοῦμαι μετά τινος, ἀφοσιοῦμαι, ἀντίθετον τῷ ἀποκρίνομαι, ὅρος τῆς περὶ ἀτόμων φιλοσοφίας, Ἀναξαγόρου Ἀποσπ. 23.
|lstext='''προσκρίνω''': [ῑ], ἐπιδικάζω, τοῖς Ἀθηναίοις προσκρῖναι Διογ. Λ. 1. 74, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. ἐν τῷ προοιμ. 4. ― Παθ., ἑνοῦμαι μετά τινος, ἀφοσιοῦμαι, ἀντίθετον τῷ ἀποκρίνομαι, ὅρος τῆς περὶ ἀτόμων φιλοσοφίας, Ἀναξαγόρου Ἀποσπ. 23.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κρίνω]]<br /><b>1.</b> [[επιδικάζω]]<br /><b>2.</b> [[προδικάζω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>προσκρίνομαι</i><br />α) αφιερώνομαι, προσφέρομαι («τῷ θεῷ προσκρίνεται», Φίλ.)<br />β) <b>(φιλοσ.)</b> ενώνομαι με [[κάτι]], αφομοιώνομαι («προσκρίνεσθαι τῷ σώματι», Δαμάσκ.).
}}
}}