Anonymous

προσκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ
35
(6_6)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκάρδιος''': Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.
|lstext='''προσκάρδιος''': Δωρικ. ποτικ-, ον, ὁ πρὸς τῇ καρδίᾳ, Βίων 1. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] στην [[καρδιά]], [[καρδιακός]] («προσκάρδιον [[ἕλκος]]», Βίων).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρδία]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατα</i>-<i>κάρδιος</i>, <i>περι</i>-<i>κάρδιος</i>)].
}}
}}