3,277,002
edits
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | |btext=ή, όν :<br />dont on se sert pour nommer : προσηγορικὸν [[ὄνομα]], surnom.<br />'''Étymologie:''' [[προσήγορος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[προσηγορικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[προσήγορος]]<br /><b>φρ.</b> «προσηγορικά ονόματα» ή [[απλώς]] «τα προσηγορικά»<br /><b>γραμμ.</b> ουσιαστικά που σημαίνουν [[σύνολο]] προσώπων, ζώων ή πραγμάτων του ίδιου είδους, λ.χ. [[άνθρωπος]], [[γάτα]], [[ποτάμι]], τις αφηρημένες έννοιες, π.χ. <i>ζωή</i>, [[χαρά]], ή και μοναδικές έννοιες, π.χ. [[νερό]], <i>φως</i>, [[φεγγάρι]], [[κόλαση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προσηγορία]], στην [[προσωνυμία]], στην [[ονομασία]] (α. «Σερούϊος, αὐτῷ προσηγορικὸν [[ὄνομα]] ἦν, Τήλιος δὲ τὸ συγγενικόν» β. «αὐτὸς μὲν ἐκαλεῑτο τὸ κοινὸν [[ὄνομα]] καὶ προσηγορικὸν Νέβιος, τὸ δὲ συγγενικὸν Ἄττιος», Διον. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρωνύμιο]], [[παρατσούκλι]] («προσηγορικὸν ἐξ ἐπιθέτου πρὸς τὰς [[φύσεις]] ἢ τὰς πράξεις ἢ τὰ τοῡ σώματος εἴδη καὶ [[πάθη]] τίθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσηγορικῶς</i> Μ<br />με απλή [[ονομασία]], [[απλώς]] ονομάζοντας, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους όρους [[κυρίως]] ή <i>αληθώς</i> («τὰ ἀλληγορικῶς ἢ προσηγορικῶς ἢ μεταφορικῶς ἢ ὁμωνύμως λεγόμενα, οὐ χρὴ εἰς δόγματος ἀκρίβειαν παραλαμβάνειν», Δίδυμ.). | |||
}} | }} |