Anonymous

προσκερδαίνω: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=gagner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κερδαίνω]].
|btext=gagner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κερδαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κερδαίνω]]<br />[[κερδίζω]] επί [[πλέον]] ή [[είμαι]] κερδισμένος με το [[παραπάνω]] (α. «ὥστ' ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις [[οὐδέν]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}